- προσεγείρω
- ΜΑ [ἐγείρω]μσν.μέσ. προσεγείρομαισηκώνομαι από σεβασμό μπροστά σε κάποιον και τού παραχωρώ τη θέση μουαρχ.1. σηκώνω, υψώνω («προσεγείρειν στέρνον», Φιλόστρ.)2. διεγείρω, ερεθίζω, παροξύνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek